πλεονάζων

πλεονάζων
πλεονάζω
to be more
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… …   Dictionary of Greek

  • πλεοναζόντως — ΜΑ επίρρ. μσν. υπέρμετρα, υπερβολικά αρχ. στις περισσότερες περιπτώσεις, κατά το σύνηθες. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρ. σχημ. από την μτχ. ενεστ. πλεονάζων, οντος τού πλεονάζω] …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • ԱՒԵԼՈՐԴ — (ի, աց.) NBH 1 0393 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c ա.գ. περισσός, όν, πλεονάζων redundans, superfluus Աւելի քան զպէտս. յաւելեալն քան զարժանն. անկարեւոր. ումպէտ. ընդունայն. անդէպ. էւելորդ, փուճ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”